Με σκάφος σε καιρό.
του Ιάσονα Θαλασσινού.
Η τεχνική του ταξιδέματος με δύσκολες καταστάσεις.
Δεν είναι λίγες οι φορές που είμαστε αναγκασμένοι να παλέψουμε στην κυριολεξία με το κύμα. Άλλωστε, δεν υπάρχει περίπτωση ν’ασχολείται κανείς με τη θάλασσα και να μην έχει συναντήσει δύσκολες καταστάσεις, όταν η θάλασσα «φουσκώνει». Σ΄αυτές τις περιπτώσεις δοκιμάζεται όχι μόνον το σκάφος αλλά και εμείς οι ίδιοι. Γνωρίζοντας τις δυσκολίες, τα πράγματα μπορούν να γίνουν ευκολότερα.
Όλοι ξέρουμε τη ρήση των παλαιότερων θαλασσινών πως τη θάλασσα δεν τη φοβόμαστε αλλά τη σεβόμαστε. Ένας καλός κυβερνήτης σκάφους αναψυχής, εκτός από το να σέβεται τη θάλασσα, επιβάλλεται να σέβεται και τους φίλους που ταξιδεύουν μαζί του. Δεν είναι όλοι θαλασσόλυκοι όπως αυτός και πολλές φορές μερικοί είναι και… «πρωτόμπαρκοι». Καθόλου εξοικειωμένοι σε δύσκολες συνθήκες. Είμαστε λοιπόν υποχρεωμένοι, όλοι εμείς που κατά καιρούς έχουμε και την ευθύνη του σκάφους, να παίρνουμε και την ευθύνη της ασφάλειας και της καλής διάθεσης των επιβαινόντων, κάνοντας τους να αισθάνονται πως είναι ασφαλείς στα χέρια μας.
Οι τρεις πλεύσεις που θα μας απασχολήσουν εδώ είναι, όταν πλέουμε κόντρα στον καιρό όταν έχουμε τον καιρό από την μπάντα και όταν η θάλασσα έρχεται από πρύμα. Σε κάθε περίπτωση προσπαθούμε να ταιριάξουμε την ταχύτητά μας ανάλογα με την περίπτωση, ελέγχοντας προσεκτικά τη μανέτα και το τιμόνι μας. Το να πηδάμε από κύμα σε κύμα μπορεί να είναι πολύ διασκεδαστικό για πολλούς, κυρίως όταν παρακολουθούμε αγώνες ή βλέπουμε ένα έργο James Bond, αλλά για τους επιβαίνοντες δεν είναι και τόσο ευχάριστο.
Ταξίδεμα με τον καιρό από την πλώρη
Γενικά τα κύματα δημιουργούνται από τον αέρα και έχουν φυσικά την ίδια διεύθυνση. Ταξιδεύοντας επομένως κόντρα στον αέρα, ταξιδεύουμε και κόντρα στο κύμα, το οποίο ανάλογα με την περιοχή και το πόσο εκτεθειμένοι είμαστε, έχει και το αντίστοιχο ύψος. Και στην Ελλάδα το κύμα που αντιμετωπίζουμε συνήθως είναι ψηλό με μικρό μήκος, κυρίως γιατί δεν προλαβαίνει να «γίνει» λόγω των πολλών νησιών μας.
Ο στόχος μας στην πλεύση αυτή είναι να κρατάμε την πλώρη μας ανασηκωμένη όσο γίνεται πιο ψηλά, τριμάροντας αντίστοιχα το πόδι της μηχανής μας και «γκαζώνοντας», για να ανέβουμε το κύμα (σχήμα 1).
Μόλις φτάσουμε στην κορυφή του κύματος, κατεβάζουμε τις στροφές της μηχανής, κόβοντας ταχύτητα για να μην «απογειωθούμε» (σχήμα 2).
Μόλις περάσουμε την κορυφή και αρχίσουμε να κατεβαίνουμε προς το κοίλο του κύματος, αυξάνουμε τις στροφές της μηχανής για να δώσουμε ταχύτητα στο σκάφος, να ανασηκώσουμε την πλώρη και να δεχτούμε έτσι το επόμενο κύμα (σχήμα 3).
Ο παραπάνω τρόπος αντιμετώπισης του κύματος στα όρτσα κάνει την πλεύση μας πιο ομαλή και γρήγορη. Με το χέρι στη μανέτα αυξάνοντας και μειώνοντας ταχύτητα, το σχήμα V της γάστρας κάνει το σκάφος να «γλιστρά» πάνω στο επερχόμενο κύμα. Τώρα, το πόσο άνετη και ομαλή είναι η πλεύση μας εξαρτάται και από έναν άλλο παράγοντα, το μήκος κύματος, δηλαδή την απόσταση μεταξύ δύο διαδοχικών κυμάτων. Στις θάλασσές μας συναντάμε κυρίως μικρά μήκη κύματος, πράγμα που δυσκολεύει τον κυβερνήτη, αφού είναι υποχρεωμένος να «παίζει» γρήγορα με τη μανέτα, από το ένα κύμα στο άλλο. Ο πιο ενδεδειγμένος τρόπος είναι να παίρνουμε το κύμα στη μάσκα (30ο – 45ο ) όταν πάμε κόντρα στον καιρό (σχήμα 4).
Το ταξίδεμα έτσι γίνεται πιο ομαλό, οι επιβαίνοντες δεν υποφέρουν και το σκάφος καταπονείται λιγότερο. Αυξάνοντας τεχνητά το πραγματικό μήκος κύματος και δημιουργώντας ένα «φαινόμενο» μήκος κύματος, μπορούμε να αυξήσουμε αισθητά και την ταχύτητά μας. Ταξιδεύοντας με ζικ-ζακ μπορεί να αυξάνουμε την απόσταση από τον προορισμό μας, αλλά σίγουρα έχουμε μια πιο ομαλή και γρήγορη πλεύση.
Ταξίδεμα με τον καιρό από την μπάντα
Στην πλεύση αυτή όταν ο κυματισμός είναι ψηλός, υπάρχει κίνδυνος να μπατάρουμε. Ο τιμονιέρης πρέπει να βρίσκεται συνέχεια σε εγρήγορση για να προλαμβάνει το κύμα. Είναι η κατεξοχήν συνθήκη που στην κυριολεξία παλεύουμε με το κύμα. Κρατάμε όσο είναι δυνατόν μεγαλύτερη ταχύτητα και παρακολουθούμε συνέχεια τα επερχόμενα κύματα, παίζοντας το.. κρυφτούλι (σχήμα 5Α).
Άλλοτε τιμονεύουμε μπροστά (σχήμα 5Β) και άλλοτε πίσω από το κύμα (σχήμα 5Γ) και είτε πάμε κόντρα υπό γωνία, είτε παίρνουμε το κύμα από την πρύμη. Το κλειδί στους χειρισμούς αυτούς είναι η ισχύς της μηχανής μας και η ταχύτητα του σκάφους. Αν «πιαστούμε» στην από κάτω πλευρά ενός κύματος που σκάει, γυρίζουμε την πλώρη μας προς το κύμα και γκαζώνουμε για να το ανέβουμε ή γυρίζουμε την πρύμη μας προς αυτό και γκαζώνουμε για να μείνουμε μπροστά ή να ξεφύγουμε με ταχύτητα μεγαλύτερη από αυτή του κύματος.
Ταξίδεμα με τον καιρό από την πρύμη
Μια από τις πιο επικίνδυνες πλεύσεις για ένα μηχανοκίνητο σκάφος είναι αυτή, που έχουμε τον καιρό από την πρύμη. Αν μας φτάσει και καβαλήσει την πρύμη ένα κύμα που σκάει, η προπέλα μας ξενερίζει και δεν «πιάνει» νερό, οπότε δεν έχουμε και τιμόνι. Το κύμα μπορεί να γυρίσει το σκάφος με την μπάντα και το επερχόμενο κύμα να μας μπατάρει. Είναι το λεγόμενο broaching, όπου το σκάφος γυρίζει χωρίς τον έλεγχό μας με την μπάντα και αναποδογυρίζει. Η κατάσταση μπορεί να αντιμετωπιστεί με το να συντονίσουμε την ταχύτητα του σκάφους μας με αυτήν του κύματος. Άλλη μια επικίνδυνη κατάσταση είναι να πηγαίνουμε με μεγάλη ταχύτητα όταν κατεβαίνουμε από την κορυφή προς το κοίλο του κύματος. Σε μια τέτοια περίπτωση η πλώρη μπορεί να καρφωθεί στο κύμα, το σκάφος να χάσει την ταχύτητα του και γυρίζει με την μπάντα, οπότε είτε κατακλύζεται από θάλασσα, είτε αναποδογυρίζει.
Ένας ασφαλής τρόπος να ταξιδέψουμε στην πλεύση αυτή είναι να συντονίσουμε την ταχύτητά μας με αυτή του κύματος, τριμάροντας και έχοντας ανασηκωμένη την πλώρη μας και παραμένοντας πίσω από την κορυφή του κύματος (σχήμα 6).
Όταν το κύμα αρχίσει να σκάει, προσέχουμε να μην αφήσουμε πρόωρα τη θέση μας πίσω από την κορυφή του. Έχουμε πάντα το νου μας στο επερχόμενο κύμα στην πρύμη μας. Μόλις το «δικό» μας κύμα σκάσει, «ξεκαβαλάμε» από το δικό μας κύμα και παίρνουμε ένα άλλο από παραδίπλα ή γυρίζουμε κόντρα με τη μάσκα και ψάχνουμε κάποιο άλλο για να «καβαλήσουμε» (σχήμα 7).
Αν βρεθούμε στο κοίλο, ανάμεσα σε δύο κύματα, παρακολουθούμε την ταχύτητα αυτού που βρίσκεται στην πρύμη μας και γκαζώνουμε ανάλογα για να φτάσουμε να ανέβουμε και να παραμείνουμε πλέοντας στην «καμπούρα» του πλωριού κύματος (σχήμα 8).
Προβλέψιμες επικίνδυνες συνθήκες
Σε κάθε περίπτωση και άσχετα με την πλεύση μας, οι συνθήκες διαφέρουν. Αν ταξιδεύουμε στην υπήνεμη πλευρά μιας στεριάς ή ενός νησιού, η κατάσταση της θάλασσας μετριάζεται. Αντίθετα, αν βρισκόμαστε στην προσήνεμη πλευρά, η θάλασσα «χοντραίνει» κοντά στην ακτή. Για παράδειγμα, αν θέλουμε να μπούμε στο λιμάνι ή τη μαρίνα όταν ο καιρός είναι από τη θάλασσα, σχηματίζεται κύμα μεγάλου ύψους (καθώς το βάθος μειώνεται) και πολλές φορές σκάει. Η κατάσταση επίσης επιδεινώνεται πολλές φορές με το αντιμάμαλο που δημιουργείται από τους κυματοθραύστες. Αν οι συνθήκες είναι ακραίες για το μέγεθος του σκάφους μας, καλό θα είναι να αλλάξουμε πορεία και να βρούμε αλλού ένα απάγκιο, παρά να επιχειρήσουμε να μπούμε μέσα. Δεν είναι λίγα τα σκάφη που έχουν «μεταφερθεί» από το κύμα πάνω στο μώλο ή τα βράχια και φυσικά διαλύθηκαν.
Άλλο ένα στοιχείο που θα πρέπει να πούμε στο σημείο αυτό, είναι το παράλογο του καιρού. Είπαμε στην αρχή πως το κύμα δημιουργείται από τον αέρα και έτσι ακολουθεί την ίδια κατεύθυνση. Αυτό ισχύει σε γενικές γραμμές, όμως πολλές φορές συμβαίνουν και τα παράλογα, που είναι στην ουσία πολύ φυσικά. Αν έχουμε κάποιο ρεύμα ή παλίρροια στην περιοχή που ταξιδεύουμε (και ευτυχώς στην Ελλάδα είναι λίγα τα σημεία αυτά που μπορούν να μας επηρεάσουν ), το κύμα δεν έρχεται απαραίτητα από τη διεύθυνση του αέρα. Το πιο συνηθισμένο μοτίβο στις θάλασσες μας είναι αυτό του στρίματος. Αν έχουμε ένα ψηλό νησί από την προσήνεμη πλευρά μας, ο αέρας μπορεί να έρχεται από οποιαδήποτε διεύθυνση τελείως διαφορετική από αυτήν του κύματος. Το παράξενο που συμβαίνει πολλές φορές με τα στρίματα του αέρα είναι να έχουμε πρύμα τον καιρό, όταν απαγκιάζουμε κάτω από το νησί, στη συνέχεια να μην έχουμε κύμα καθώς περνάμε από το μέσον του νησιού, και φτάνοντας προς την άκρη, να βρίσκουμε το κύμα στην πλώρη μας και τον αέρα να κατεβαίνει από την υψηλή κορυφή του νησιού που μας καλύπτει.
του Ιάσονα Θαλασσινού.
Η τεχνική του ταξιδέματος με δύσκολες καταστάσεις.
Δεν είναι λίγες οι φορές που είμαστε αναγκασμένοι να παλέψουμε στην κυριολεξία με το κύμα. Άλλωστε, δεν υπάρχει περίπτωση ν’ασχολείται κανείς με τη θάλασσα και να μην έχει συναντήσει δύσκολες καταστάσεις, όταν η θάλασσα «φουσκώνει». Σ΄αυτές τις περιπτώσεις δοκιμάζεται όχι μόνον το σκάφος αλλά και εμείς οι ίδιοι. Γνωρίζοντας τις δυσκολίες, τα πράγματα μπορούν να γίνουν ευκολότερα.
Όλοι ξέρουμε τη ρήση των παλαιότερων θαλασσινών πως τη θάλασσα δεν τη φοβόμαστε αλλά τη σεβόμαστε. Ένας καλός κυβερνήτης σκάφους αναψυχής, εκτός από το να σέβεται τη θάλασσα, επιβάλλεται να σέβεται και τους φίλους που ταξιδεύουν μαζί του. Δεν είναι όλοι θαλασσόλυκοι όπως αυτός και πολλές φορές μερικοί είναι και… «πρωτόμπαρκοι». Καθόλου εξοικειωμένοι σε δύσκολες συνθήκες. Είμαστε λοιπόν υποχρεωμένοι, όλοι εμείς που κατά καιρούς έχουμε και την ευθύνη του σκάφους, να παίρνουμε και την ευθύνη της ασφάλειας και της καλής διάθεσης των επιβαινόντων, κάνοντας τους να αισθάνονται πως είναι ασφαλείς στα χέρια μας.
Οι τρεις πλεύσεις που θα μας απασχολήσουν εδώ είναι, όταν πλέουμε κόντρα στον καιρό όταν έχουμε τον καιρό από την μπάντα και όταν η θάλασσα έρχεται από πρύμα. Σε κάθε περίπτωση προσπαθούμε να ταιριάξουμε την ταχύτητά μας ανάλογα με την περίπτωση, ελέγχοντας προσεκτικά τη μανέτα και το τιμόνι μας. Το να πηδάμε από κύμα σε κύμα μπορεί να είναι πολύ διασκεδαστικό για πολλούς, κυρίως όταν παρακολουθούμε αγώνες ή βλέπουμε ένα έργο James Bond, αλλά για τους επιβαίνοντες δεν είναι και τόσο ευχάριστο.
Ταξίδεμα με τον καιρό από την πλώρη
Γενικά τα κύματα δημιουργούνται από τον αέρα και έχουν φυσικά την ίδια διεύθυνση. Ταξιδεύοντας επομένως κόντρα στον αέρα, ταξιδεύουμε και κόντρα στο κύμα, το οποίο ανάλογα με την περιοχή και το πόσο εκτεθειμένοι είμαστε, έχει και το αντίστοιχο ύψος. Και στην Ελλάδα το κύμα που αντιμετωπίζουμε συνήθως είναι ψηλό με μικρό μήκος, κυρίως γιατί δεν προλαβαίνει να «γίνει» λόγω των πολλών νησιών μας.
Ο στόχος μας στην πλεύση αυτή είναι να κρατάμε την πλώρη μας ανασηκωμένη όσο γίνεται πιο ψηλά, τριμάροντας αντίστοιχα το πόδι της μηχανής μας και «γκαζώνοντας», για να ανέβουμε το κύμα (σχήμα 1).
Μόλις φτάσουμε στην κορυφή του κύματος, κατεβάζουμε τις στροφές της μηχανής, κόβοντας ταχύτητα για να μην «απογειωθούμε» (σχήμα 2).
Μόλις περάσουμε την κορυφή και αρχίσουμε να κατεβαίνουμε προς το κοίλο του κύματος, αυξάνουμε τις στροφές της μηχανής για να δώσουμε ταχύτητα στο σκάφος, να ανασηκώσουμε την πλώρη και να δεχτούμε έτσι το επόμενο κύμα (σχήμα 3).
Ο παραπάνω τρόπος αντιμετώπισης του κύματος στα όρτσα κάνει την πλεύση μας πιο ομαλή και γρήγορη. Με το χέρι στη μανέτα αυξάνοντας και μειώνοντας ταχύτητα, το σχήμα V της γάστρας κάνει το σκάφος να «γλιστρά» πάνω στο επερχόμενο κύμα. Τώρα, το πόσο άνετη και ομαλή είναι η πλεύση μας εξαρτάται και από έναν άλλο παράγοντα, το μήκος κύματος, δηλαδή την απόσταση μεταξύ δύο διαδοχικών κυμάτων. Στις θάλασσές μας συναντάμε κυρίως μικρά μήκη κύματος, πράγμα που δυσκολεύει τον κυβερνήτη, αφού είναι υποχρεωμένος να «παίζει» γρήγορα με τη μανέτα, από το ένα κύμα στο άλλο. Ο πιο ενδεδειγμένος τρόπος είναι να παίρνουμε το κύμα στη μάσκα (30ο – 45ο ) όταν πάμε κόντρα στον καιρό (σχήμα 4).
Το ταξίδεμα έτσι γίνεται πιο ομαλό, οι επιβαίνοντες δεν υποφέρουν και το σκάφος καταπονείται λιγότερο. Αυξάνοντας τεχνητά το πραγματικό μήκος κύματος και δημιουργώντας ένα «φαινόμενο» μήκος κύματος, μπορούμε να αυξήσουμε αισθητά και την ταχύτητά μας. Ταξιδεύοντας με ζικ-ζακ μπορεί να αυξάνουμε την απόσταση από τον προορισμό μας, αλλά σίγουρα έχουμε μια πιο ομαλή και γρήγορη πλεύση.
Ταξίδεμα με τον καιρό από την μπάντα
Στην πλεύση αυτή όταν ο κυματισμός είναι ψηλός, υπάρχει κίνδυνος να μπατάρουμε. Ο τιμονιέρης πρέπει να βρίσκεται συνέχεια σε εγρήγορση για να προλαμβάνει το κύμα. Είναι η κατεξοχήν συνθήκη που στην κυριολεξία παλεύουμε με το κύμα. Κρατάμε όσο είναι δυνατόν μεγαλύτερη ταχύτητα και παρακολουθούμε συνέχεια τα επερχόμενα κύματα, παίζοντας το.. κρυφτούλι (σχήμα 5Α).
Άλλοτε τιμονεύουμε μπροστά (σχήμα 5Β) και άλλοτε πίσω από το κύμα (σχήμα 5Γ) και είτε πάμε κόντρα υπό γωνία, είτε παίρνουμε το κύμα από την πρύμη. Το κλειδί στους χειρισμούς αυτούς είναι η ισχύς της μηχανής μας και η ταχύτητα του σκάφους. Αν «πιαστούμε» στην από κάτω πλευρά ενός κύματος που σκάει, γυρίζουμε την πλώρη μας προς το κύμα και γκαζώνουμε για να το ανέβουμε ή γυρίζουμε την πρύμη μας προς αυτό και γκαζώνουμε για να μείνουμε μπροστά ή να ξεφύγουμε με ταχύτητα μεγαλύτερη από αυτή του κύματος.
Ταξίδεμα με τον καιρό από την πρύμη
Μια από τις πιο επικίνδυνες πλεύσεις για ένα μηχανοκίνητο σκάφος είναι αυτή, που έχουμε τον καιρό από την πρύμη. Αν μας φτάσει και καβαλήσει την πρύμη ένα κύμα που σκάει, η προπέλα μας ξενερίζει και δεν «πιάνει» νερό, οπότε δεν έχουμε και τιμόνι. Το κύμα μπορεί να γυρίσει το σκάφος με την μπάντα και το επερχόμενο κύμα να μας μπατάρει. Είναι το λεγόμενο broaching, όπου το σκάφος γυρίζει χωρίς τον έλεγχό μας με την μπάντα και αναποδογυρίζει. Η κατάσταση μπορεί να αντιμετωπιστεί με το να συντονίσουμε την ταχύτητα του σκάφους μας με αυτήν του κύματος. Άλλη μια επικίνδυνη κατάσταση είναι να πηγαίνουμε με μεγάλη ταχύτητα όταν κατεβαίνουμε από την κορυφή προς το κοίλο του κύματος. Σε μια τέτοια περίπτωση η πλώρη μπορεί να καρφωθεί στο κύμα, το σκάφος να χάσει την ταχύτητα του και γυρίζει με την μπάντα, οπότε είτε κατακλύζεται από θάλασσα, είτε αναποδογυρίζει.
Ένας ασφαλής τρόπος να ταξιδέψουμε στην πλεύση αυτή είναι να συντονίσουμε την ταχύτητά μας με αυτή του κύματος, τριμάροντας και έχοντας ανασηκωμένη την πλώρη μας και παραμένοντας πίσω από την κορυφή του κύματος (σχήμα 6).
Όταν το κύμα αρχίσει να σκάει, προσέχουμε να μην αφήσουμε πρόωρα τη θέση μας πίσω από την κορυφή του. Έχουμε πάντα το νου μας στο επερχόμενο κύμα στην πρύμη μας. Μόλις το «δικό» μας κύμα σκάσει, «ξεκαβαλάμε» από το δικό μας κύμα και παίρνουμε ένα άλλο από παραδίπλα ή γυρίζουμε κόντρα με τη μάσκα και ψάχνουμε κάποιο άλλο για να «καβαλήσουμε» (σχήμα 7).
Αν βρεθούμε στο κοίλο, ανάμεσα σε δύο κύματα, παρακολουθούμε την ταχύτητα αυτού που βρίσκεται στην πρύμη μας και γκαζώνουμε ανάλογα για να φτάσουμε να ανέβουμε και να παραμείνουμε πλέοντας στην «καμπούρα» του πλωριού κύματος (σχήμα 8).
Προβλέψιμες επικίνδυνες συνθήκες
Σε κάθε περίπτωση και άσχετα με την πλεύση μας, οι συνθήκες διαφέρουν. Αν ταξιδεύουμε στην υπήνεμη πλευρά μιας στεριάς ή ενός νησιού, η κατάσταση της θάλασσας μετριάζεται. Αντίθετα, αν βρισκόμαστε στην προσήνεμη πλευρά, η θάλασσα «χοντραίνει» κοντά στην ακτή. Για παράδειγμα, αν θέλουμε να μπούμε στο λιμάνι ή τη μαρίνα όταν ο καιρός είναι από τη θάλασσα, σχηματίζεται κύμα μεγάλου ύψους (καθώς το βάθος μειώνεται) και πολλές φορές σκάει. Η κατάσταση επίσης επιδεινώνεται πολλές φορές με το αντιμάμαλο που δημιουργείται από τους κυματοθραύστες. Αν οι συνθήκες είναι ακραίες για το μέγεθος του σκάφους μας, καλό θα είναι να αλλάξουμε πορεία και να βρούμε αλλού ένα απάγκιο, παρά να επιχειρήσουμε να μπούμε μέσα. Δεν είναι λίγα τα σκάφη που έχουν «μεταφερθεί» από το κύμα πάνω στο μώλο ή τα βράχια και φυσικά διαλύθηκαν.
Άλλο ένα στοιχείο που θα πρέπει να πούμε στο σημείο αυτό, είναι το παράλογο του καιρού. Είπαμε στην αρχή πως το κύμα δημιουργείται από τον αέρα και έτσι ακολουθεί την ίδια κατεύθυνση. Αυτό ισχύει σε γενικές γραμμές, όμως πολλές φορές συμβαίνουν και τα παράλογα, που είναι στην ουσία πολύ φυσικά. Αν έχουμε κάποιο ρεύμα ή παλίρροια στην περιοχή που ταξιδεύουμε (και ευτυχώς στην Ελλάδα είναι λίγα τα σημεία αυτά που μπορούν να μας επηρεάσουν ), το κύμα δεν έρχεται απαραίτητα από τη διεύθυνση του αέρα. Το πιο συνηθισμένο μοτίβο στις θάλασσες μας είναι αυτό του στρίματος. Αν έχουμε ένα ψηλό νησί από την προσήνεμη πλευρά μας, ο αέρας μπορεί να έρχεται από οποιαδήποτε διεύθυνση τελείως διαφορετική από αυτήν του κύματος. Το παράξενο που συμβαίνει πολλές φορές με τα στρίματα του αέρα είναι να έχουμε πρύμα τον καιρό, όταν απαγκιάζουμε κάτω από το νησί, στη συνέχεια να μην έχουμε κύμα καθώς περνάμε από το μέσον του νησιού, και φτάνοντας προς την άκρη, να βρίσκουμε το κύμα στην πλώρη μας και τον αέρα να κατεβαίνει από την υψηλή κορυφή του νησιού που μας καλύπτει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου