1998-2021

1998-2021 23 ΧΡΟΝΙΑ ΖΩΗΣ 23 ΧΡΟΝΙΑ ΠΡΟΣΦΟΡΑΣ ΚΑΙ ΔΡΑΣΗΣ ΚΑΙ ΣΥΝΕΧΙΖΟΥΜΕ..



Η γεωμορφολογική εξέλιξη των ελληνικών ακτών και η οικονομική τους αξία


Στέργιος Δημ. Ζαρκογιάννης

Επιστήμονας της θάλασσας ειδικευμένος σε θέματα παράκτιας μηχανικής και παλαιοωκεανογραφίας

Φωτογραφίες: Κώστας Λαδάς





Λόγω του δαντελωτού σχήματος των ακτών της και των πολυάριθμων νήσων της η Ελλάδα, με μήκος πάνω από 16.000 χλμ, διαθέτει την 4η μακρύτερη ακτογραμμή της Ευρωπαϊκής Ένωσης (μετά τη Φιλανδία, τη Σουηδία και το Ηνωμένο Βασίλειο) ή αλλιώς κατέχοντας το 1/3 των ακτών της Μεσογείου, έχει την πιο εκτεταμένη ακτογραμμή από όλες τις χώρες της Μεσογείου. Η ελληνική παράκτια ζώνη εκτός από πολλά ευαίσθητα και κάτω από νομοθετική προστασία οικοσυστήματα, όπως θα φανεί παρακάτω, είναι επίσης τεράστιας οικονομική σημασίας για τους κατοίκους της χώρας, αφού τα 2/3 του παγκόσμιου τουρισμού καταλήγουν στην Ευρώπη, ενώ η Μεσόγειος είναι σήμερα ο πρώτος παγκοσμίως τουριστικός προορισμός.



Ολόκληρος ο ελληνικός χώρος σχηματίστηκε μαζί με τα υπόλοιπα Αλπικά βουνά. Όταν άρχισε η Αλπική πτύχωση, η περιοχή μας αποτελούσε το βυθό της Τηθύος θάλασσας και γι’ αυτό στον Ελλαδικό χώρο δεν υπάρχουν απολιθώματα δεινοσαύρων, που ζούσαν στη χέρσο, εκατομμύρια χρόνια πριν. Η Τηθύς υπήρξε μία από τις Τιτανίδες, κόρη του Ουρανού και της Γαίας, που έλαβε ως σύζυγο τον αδελφό της, Ωκεανό από τον οποίο και γέννησε αναρίθμητες θεότητες. Το ελληνικό Αλπικό ορογενές, μέρος του οποίου είναι και η Πίνδος, συνίσταται κατά κύριο λόγο από Μεσοζωικά ιζήματα (248-65 εκατ. χρόνια) και δημιουργήθηκε ως αποτέλεσμα πτυχώσεων, ανοίγματος και επακόλουθου κλεισίματος ωκεάνιων τμημάτων της Νεοτηθύος κατά το Μεσοζωικό- κατώτερο Καινοζωικό αιώνα (248-33,7 εκατ. χρόνια πριν). Απομεινάρι της Τηθύος είναι η Μεσόγειος θάλασσα.




Η ποικιλομορφία των ελληνικών ακτών σχετίζεται άμεσα με τη γεωλογική ιστορία του ελλαδικού χώρου και ιδιαιτέρα με τις διαδικασίες που σχετίζονται με τη βύθιση της Αιγηίδος. Η Αιγηίδα ήταν μια ενιαία ξηρά (20 εκατομμύρια χρόνια πριν) που κάλυπτε σχεδόν το σημερινό ελληνικό χώρο από το Ιόνιο ως τη Μικρά Ασία και τα νότια της Κρήτης. Με τον κατακερματισμό της, 2 εκατομμύρια χρόνια πριν, η ξηρά τεμαχίστηκε και ανάλογα με τις τοπικές συνθήκες, άλλα τμήματά της ανήλθαν σε σχέση με τα γειτονικά τους και άλλα βυθίστηκαν. Τα χαμηλότερα σημεία πλημμύρισαν και σχημάτισαν κόλπους και διαύλους, ενώ τα υψηλότερα παρέμειναν έξω από το νερό της θάλασσας και μαζί με τις κορυφές των παλαιών ορέων της Αιγηίδας μετατράπηκαν σε ακρωτήρια, παράκτια υψώματα και νησιά. Τέλος η τελική μορφή των ακτών επηρεάστηκε από τη συνολική ανάδυση ολόκληρων τμημάτων στο χώρο της Ελλάδας (Πελοπόννησος, Κρήτη), η οποία έλαβε χώρα τα τελευταία 1 εκατομμύρια χρόνια, αναδιαμορφώνοντας τη γραμμή επαφής ξηράς-θάλασσας.



Οι παραλίες, δηλαδή οι χαμηλές ακτές που κατασκευάζονται από χαλαρά ιζήματα, οι οποίες έχουν και τη μεγαλύτερη αξία σα μέρη αναψυχής, αποτελούν ένα μικρό μόνο ποσοστό της συνολικής ακτογραμμής, η οποία δημιουργείται σε διάφορα είδη γεωλογικών σχηματισμών και εμφανίζει ποικίλο γεωμορφολογικό χαρακτήρα. Οι παραλίες προέρχονται από την απόθεση προϊόντων χερσαίας (ποταμο-δελταϊκής) ιζηματογένεσης ή από τη θαλάσσια διάβρωση, μεταφορά και απόθεση παρακτίων πετρωμάτων και ιζημάτων. Λόγω του νεαρού της γεωλογικής του ηλικίας το ανάγλυφο της ελληνικής χερσονήσου και ιδιαίτερα των νησιωτικών περιοχών είναι γενικά έντονα υψηλό και ορεινό με μικρές πεδινές εκτάσεις. Σε συνδυασμό με το ισχύον, γενικά ξηρό, κλιματικό καθεστώς, που έχει ως αποτέλεσμα μικρά υδρολογικά δίκτυα, η διάβρωση της χέρσου υπήρξε ελάχιστη. Έτσι μονό σε ένα μικρό ποσοστό των νησιωτικών ακτών του ελληνικού Αρχιπελάγους κατέστει δυνατό να δημιουργηθούν παραλίες οι οποίες και είναι συνήθως μικρές και κυρτές, δηλαδή περιορισμένες παραλίες κόλπων. Πέραν της βιόσφαιρας οι ακτές αποτελούν το τριπλούν σημείο όπου ενώνεται η λιθόσφαιρα, η υδρόσφαιρα και η ατμόσφαιρα.



Από γεωλογικής άποψης, οι παραλίες δεν είναι σταθερά γεωμορφολογικά στοιχεία και μεταβάλλονται ακόμη και σε πολύ σύντομες χωροχρονικές κλίμακες ενώ οι νησιωτικές παραλίες λόγω των ιδιαίτερων γεωκλιματικών τους χαρακτηριστικών, όπως αναφέρθηκε πιο πάνω, είναι ιδιαίτερα ευαίσθητες στη διατάραξη του ιζηματικού ισοζυγίου. Όταν το μακροπρόθεσμο ισοζύγιο των ιζημάτων είναι αρνητικό, όταν δηλαδή το προστιθέμενα, στην παραλία, ιζήματα είναι λιγότερα από αυτά που απομακρύνονται προς την ανοικτή θάλασσα ή και προς τις γειτονικές παράκτιες περιοχές τότε η παραλία βρίσκεται υπό διάβρωση.



Ως κυρία περιβαλλοντικά αίτια της παράκτιας διάβρωσης θεωρούνται οι κλιματικές αλλαγές, όπως η αύξηση της θαλάσσιας στάθμης, οι αλλαγές στις βροχοπτώσεις και οι αλλαγές στη συχνότητα θυελλών και φουσκοθαλασσιών. Οι κυριότεροι ανθρωπογενείς παράγοντες (εκτός από τις κλιματικές αλλαγές) που προκαλούν παράκτια διάβρωση είναι τα διαχειριστικά έργα των λεκανών απορροής και των ακτών, όπως π.χ. η κατασκευή φραγμάτων και λιμνοδεξαμενών, η αμμοληψίες από τις παραλίες, τις ποτάμιες κοίτες και την εσωτερική υφαλοκρηπίδα, η υπεράντληση των παράκτιων υδροφόρων οριζόντων, η αύξηση της καλοκαιρινής κυματικής ενέργειας λόγω των πλοίων της γραμμής (ιδιαίτερα των ταχύπλοων), η κατασκευή δρόμων, λιμενικών έργων και άστοχων έργων παράκτιας προστασίας για την κατασπατάληση δημοσίου χρήματος.


Από χωροταξική και οικονομική άποψη οι παράκτιες περιοχές είναι οι πλέον ανεπτυγμένες περιοχές του πλανήτη. Το 70% του πληθυσμού της Ελλάδας, το 80% της βιομηχανίας της και το 90% του τουρισμού της συγκεντρώνεται στην παράκτια ζώνη. Οι χαμηλές ακτές (των οποίων μόνο μέρος σχηματίζουν παραλίες με κάποια αξία σα μέρη αναψυχής) αποτελούν μόλις το ~45% της ελληνικής ακτογραμμής. Παρόλα αυτά οι παραλίες αποτελούν το σημαντικότερο φυσικό πόρο της Ελλάδας, αφού περίπου το 90% των επισκεπτών από το εξωτερικό παραθερίζουν στις παραλίες (πηγή Eurosion, 2003), δηλαδή 14 εκατομμύρια τουρίστες (το 2005) με μέση ατομική κατανάλωση περίπου 800 € (πηγή Καθημερινή 5/2004). Έτσι μια πρώτη προσέγγιση δείχνει ότι κάθε μέτρο μετώπου χαμηλής ακτής αξίζει πάνω από 1650 € για την ελληνική οικονομία. Ωστόσο το οικονομικό δυναμικό των παραλιών είναι πολύ μεγαλύτερο, αφού οι τουριστικά αξιοποιήσιμες παραλίες αποτελούν μόνο ένα μικρό ποσοστό των χαμηλών ακτών, ιδιαίτερα στις νησιωτικές περιοχές όπου ο θερινός παράκτιος τουρισμός αποτελεί τη κύρια (αν όχι τη μόνη) οικονομική δραστηριότητα.



Φαίνεται λοιπόν πως οι παραλίες είναι οι ακτές με τη μεγαλύτερη δυναμική και χρήση. Λόγω της τεράστιας τουριστικής τους αξίας στα νησιά της Ελλάδας η οικοδομική δραστηριότητα είχε πάρει εκρηκτικές διαστάσεις. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι την τελευταία δεκαετία κτίστηκαν στην Νάξο 4000 καινούρια κτίρια, στη Μύκονο και στη Σαντορίνη από 2500, στην Πάρο πάνω από 2000 (ΕΔ ΤΕΕ 24865/5/08). Τις επιπτώσεις που θα έχουν στην παράλια διάβρωση η αύξηση της τουριστικής φέρουσας ικανότητας τόσο μέσω της διατάραξης του υδροφόρο ορίζοντα όσο και της χρήσης άμμου για τη δόμηση τόσο των καταλυμάτων όσο και των φραγμάτων ύδρευσης αφήνεται να τις αναλογιστεί ο αναγνώστης. Πόσο όμως αντέχουν αυτή τη φόρτιση οι ακτές μας; Με τα καινούργια οικονομικά δεδομένα πόσο φτηνά θα χρησιμοποιούνται τα καλύτερα σημεία της Ευρώπης; Πέραν της κάθαρσης στον κοινωνικό και πολιτικό ιστό και τη μείωση των εκπομπών του διοξειδίου το άνθρακα στην ατμόσφαιρα, λόγω της αλλαγής στην καταναλωτική συμπεριφορά των ανθρώπων, η παγκόσμια ‘νομισματική’ κρίση των ημερών μας, με επίκεντρο τη χώρα μας, ήρθε ίσως να ανακουφίσει την ελληνική φύση βάζοντας ένα φρένο στην κατανάλωση και την άναρχη δόμηση τόσο των ακτών όσο και άλλων ευαίσθητων περιβαλλόντων.


Είναι γεγονός πως η συγκέντρωση του πληθυσμού, των οικονομικών δραστηριοτήτων και η πολλαπλότητα των χρήσεων της παράκτιας ζώνης έχουν σαν αποτέλεσμα αυξανόμενες χωροταξικές πιέσεις και συγκρούσεις μεταξύ των διαφόρων χρηστών. Τα προβλήματα όμως της παράκτιας ζώνης δεν είναι μόνον ανθρωπογενή, αλλά οφείλονται και σε γεωμορφολογικές μεταβολές και κυρίως στην παράκτια διάβρωση. Αυτές οι διεργασίες λειτουργούν συνεργατικά ή και ανταγωνιστικά μεταξύ τους και ταυτόχρονα επηρεάζονται από άλλες φυσικές και ανθρωπογενείς διεργασίες. Οι πολυπλοκότητα αλλά και η σημαντικότητα αυτών των περιοχών αποτελούν αντικείμενο μελέτης στις πιο ανεπτυγμένες Ευρωπαϊκές χώρες από ειδικά ερευνητικά παράκτια παρατηρητήρια και συνεπώς οι πρακτικές τους μας είναι ήδη γνωστές. Αξίζει επίσης να σημειωθεί πως οι αξία των παραλιών ήταν ήδη γνωστή από τα προϊστορικά χρόνια και διαφυλασσόταν από ειδικούς φρουρούς, όπως είναι γνωστό για το βασίλειο της Πύλου ή την Κύπρο με τον όρο "Αιγιοφύλαξ".


Από τα παραπάνω είναι φανερό ότι υπάρχει πλέον επιτακτική ανάγκη για τον άμεσο σχεδιασμό πολιτικών πρακτικών που θα τοποθετήσουν την παρακολούθηση και μελέτη της παράκτιας διάβρωσης και την προστασία των παραλίων στο κέντρο της αναπτυξιακής πολιτικής και αειφορίας των ελληνικών νησιωτικών περιοχών και όχι μόνο. Η περίοδος αποδόμησης και αυτοκριτικής που διέρχεται η χώρα μπορεί, με το σωστό παραδειγματισμό και την κατάλληλη καθοδήγηση, να αποδειχτεί η καλύτερη στιγμή για τη δημιουργία νέων, πιο σωστών δομών

Πηγές



•Ενημερωτικό Δελτίο Τεχνικού επιμελητηρίου Ελλάδος (24865/5/08)

•Εφημερίδα Καθημερινή (5/2004)

•Eurosion, 2003. Trends in Coastal Erosion in Europe. Final Report of the Project ‘Coastal erosion – Evaluation of the need for action’ Directorate General Environment, European Commission.

Δεν υπάρχουν σχόλια: